μωραγάπητος

μωραγάπητος
μωραγάπητος, -η, -ον (Μ)
αυτός που αγαπά κάποιον υπερβολικά, που έχει αδυναμία σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)-* (< μωρόν) + ἀγαπητός με επιτατ. σημ. αντί τὴς υποκορ. (πιθ. κατ' επίδραση τὴς σημ. τοὺ μωρός), πρβλ. και ακρο- (III)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”